επίστεγος

επίστεγος
-η, -ο
1. τοποθετημένος πάνω στη στέγη
2. το ουδ. ως ουσ. το επίστεγο
το κάσσαρο, το πρυμναίο τμήμα τών παλαιών ιστιοφόρων, στεγασμένο με ελαφρό κατάστρωμα, όπου στεκόταν ο κυβερνήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -στεγος (< στέγη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σταυρεπίστεγος — η, ο, Ν αρχ. (για ναό) αυτός που έχει σταυροειδή στέγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + επίστεγος (< επί + στέγη). Η λ. μαρτυρείχαι από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”